δοκιμείο

δοκιμείο
το (Α δοκιμεΐον και δοκίμιον) [δόκιμος]
νεοελλ.
τόπος όπου γίνονται δοκιμές
αρχ.
1. κριτήριο, μέσο δοκιμής
2. δείγμα μετάλλου που πρόκειται να εξεταστεί
3. απόδειξη, τεκμήριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”